kika

Wednesday, August 01, 2018

Εγώ ο Σίμος Σιμεών

Γιάννης Ξανθούλης
Εγώ ο Σίμος Σιμεών
Διόπτρα, 2017
Ο Γιάννης Ξανθούλης, όπως έχω ξαναγράψει, δεν υπήρξε ανάμεσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αν εξαιρέσω το "Ο γιος του δάσκαλου", τα άλλα του βιβλία δεν είχαν πολλά να μου πουν. Δεν τον υποτιμώ ως συγγραφέα, απλώς αναζητώ κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο. Γι' αυτό και  δεν σκόπευα να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο, αν δεν μου το πρότειναν δυο φίλες των οποίων τα αναγνωστικά γούστα εκτιμώ.
Δυστυχώς η ανάγνωσή του ήρθε αμέσως μετά τον Γιάλομ κι όπως συχνά συμβαίνει, ό,τι και να διαβάσει κανείς μετά από ένα πολύ καλό βιβλίο, θα το βρει κατώτερο και από την πραγματική του αξία. Η αναπόφευκτη σύγκριση το αδικεί. Ύστερα λοιπόν από την ευρύτητα της ματιάς του Γιάλομ που αφενός απλώνεται, αν όχι σε πέντε, τουλάχιστον σε τρεις ηπείρους ενώ του Ξανθούλη περιορίζεται στα όρια μιας βορειοελλαδίτικης κωμόπολης, ύστερα από την καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής που επιχειρεί ο Γιάλομ στην επιφανειακή καταγραφή ενεργειών και σκέψεων που χαρακτηρίζει τον Ξανθούλη, τι περιθώριο σου μένει για να εκτιμήσεις σωστά τον δεύτερο;
Ας προσπαθήσω όμως, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες να μην τον αδικήσω. Το βιβλίο του έχει πράγματι μια πρωτοτυπία. Η ανάμιξη της σάτιρας με το εξωλογικό στοιχείο προσδίδει αρκετό ενδιαφέρον στο βιβλίο. Χώρος δράσης είναι μια μικρή κωμόπολη, η Χαλκόπολη, μεταξύ Καβάλλας, Σερρών και Δράμας. Φανταστική, βέβαια, αλλά που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε ελληνικής κωμόπολης του 1964. Στη χρονιά αυτή τοποθετείται το έργο. Ο κύριος ήρωας, ο Σίμος Σιμεών (έτσι με ι  για να διαφέρει από το κανονικό με υ) είναι ένα 11χρονο αγόρι. Εξώγαμο παιδί της Αναστασίας-Σάσας, μιας από πέντε αδερφές. Πανέξυπνος ο μικρός Σίμος, με γνώσεις κατά πολύ υπέρτερες της ηλικίας του, άριστος μαθητής βέβαια, αλλά και εφοδιασμένος με διαίσθηση και μαντικές ικανότητες με τις οποίες βοηθά τη μητέρα του, που επαγγέλλεται την αστρολόγο, να κάνει προβλέψεις που επαληθεύονται.
Η σάτιρα του Ξανθούλη αγγίζει τα πάντα. Το σχολείο, τις σχολικές επιδείξεις, τα λαϊκά πανηγύρια, τον Μητροπολίτη, τις πολιτικές φιλοδοξίες (ο υποψήφιος δήμαρχος υπόσχεται στους ψηφοφόρους του καινούριο, ευάερο και ευήλιο νεκροταφείο!). Και όλα αυτά με χιούμορ που όμως στην προσπάθειά του να το σκορπίζει παντού και διαρκώς ο συγγραφέας συχνά το εκβιάζει, με αποτέλεσμα ενίοτε να μην προκαλεί ούτε χαμόγελο.
Ιστορικά στοιχεία της εποχής, τραγούδια ή ταινίες, η μορφή του "γέρου της δημοκρατίας", του Γεώργιου Παπανδρέου, η καθιέρωση της δημοτικής, υπαινιγμοί ακόμα και για τη δικτατορία που θα ακολουθήσει σε τρία χρόνια, είναι διάσπαρτα στο μυθιστόρημα. Τα ένοχα μυστικά των μικρών  κοινοτήτων δημιουργούν ενδιαφέρουσες ανατροπές. Το σεξουαλικό στοιχείο βρίσκεται κι αυτό εν αφθονία περιβλημένο με την ανάλογη σάτιρα.
Εν τέλει, περνάς καλά με τον Ξανθούλη και τον Σίμο του, αν δεν έχεις πολύ υψηλές απαιτήσεις από τη λογοτεχνία.

Saturday, June 24, 2006

Όταν θα πέσουν τα μαύρα", της Βίβιαν Αβρααμίδου Πλουμπή. εκδ. Επιφανίου, ΛευκωσίαΑν και βραβευμένο με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (Κύπρου) το βιβλίο της Πλουμπή δεν μου άρεσε. Προσχεδιασμένη κατασκευή, λες για να μάθει ο κόσμος το Βαρώσι, τους δρόμους του, τα κέντρα αναψυχής, τα έθιμά του κ.λπ. Ναι, σίγουρα υπάρχει αγάπη για τον γενέθλιο τόπο αλλά άλλο αυτό κι άλλο η λογοτεχνία και η μετουσίωση των βιωμάτων σε τέχνη. Ακόμη, πάρα πολλές οι υποσημειώσεις, αχρείαστες για μας τους Κυπρίους και ενοχλητικές, πιστεύω, για όλους τους άλλους. Οι πολιτικές θέσεις και η ερμηνεία μιας ταραγμένης για την Κύπρο εποχής μονόπλευρη, επιφανειακή.(Δες σε αντίθεση την ίδια εποχή πώς αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα της Ήβης Μελεάγρου "Προτελευταία εποχή").Το τέλος βεβιασμένο, αδικαιολόγητο, καθόλου δεν ικανοποιεί τον αναγνώστ.Ώσπου μένουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας και η σύγκριση είναι μόνο με τους λογοτέχνες του τόπου μας θα νομίζουμε ότι γράφουμε αριστουργήματα, ενώ δεν είναι παρά πρωτόλειες δημιουργίες. Γιατί άραγε δεν τολμούμε να ανοίξουμε τα κρατικά μας βραβεία ώστε να μπορούν να συμμετέχουν δημιουργοί απ' όλο τον ελληνισμό;

6/21/2006
Edit
anagnostria 21 Ιουνίου

"Όταν θα πέσουν τα μαύρα", της Βίβιαν Αβρααμίδου Πλουμπή. εκδ. Επιφανίου, Λευκωσία
Αν και βραβευμένο με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (Κύπρου) το βιβλίο της Πλουμπή δεν μου άρεσε. Προσχεδιασμένη κατασκευή, λες για να μάθει ο κόσμος το Βαρώσι, τους δρόμους του, τα κέντρα αναψυχής, τα έθιμά του κ.λπ. Ναι, σίγουρα υπάρχει αγάπη για τον γενέθλιο τόπο αλλά άλλο αυτό κι άλλο η λογοτεχνία και η μετουσίωση των βιωμάτων σε τέχνη. Ακόμη, πάρα πολλές οι υποσημειώσεις, αχρείαστες για μας τους Κυπρίους και ενοχλητικές, πιστεύω, για όλους τους άλλους. Οι πολιτικές θέσεις και η ερμηνεία μιας ταραγμένης για την Κύπρο εποχής μονόπλευρη, επιφανειακή.(Δες σε αντίθεση την ίδια εποχή πώς αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα της Ήβης Μελεάγρου "Προτελευταία εποχή").Το τέλος βεβιασμένο, αδικαιολόγητο, καθόλου δεν ικανοποιεί τον αναγνώστ.Ώσπου μένουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας και η σύγκριση είναι μόνο με τους λογοτέχνες του τόπου μας θα νομίζουμε ότι γράφουμε αριστουργήματα, ενώ δεν είναι παρά πρωτόλειες δημιουργίες. Γιατί άραγε δεν τολμούμε να ανοίξουμε τα κρατικά μας βραβεία ώστε να μπορούν να συμμετέχουν δημιουργοί απ' όλο τον ελληνισμό;

Wednesday, June 21, 2006

anagnostria
21 Ιουνίου 2006, 9.30΄μ.μ. Μόλις γύρισα από μια όμορφη, απλή εκδήλωση για το μυθιστόρημα του Κώστα Μόντη, "Ο αφέντης Μπατίστας και τ' άλλα". Για το μοναδικό μυθιστόρημα του μεγάλου μας ποιητή μίλησε εισαγωγικά η Αντρούλα Ηλιοφώτου, εγώ για το ίδιο το βιβλίο, η Βέρα Κορφιώτου για την αγγλική μετάφραση και η Στάλω Μόντη-Πουανκαρέ, που μετέφρασε το βιβλίο, για τις δυσκολίες και γενικά το έργο του μεταφραστή. Η εκδήλωση οργανώθηκε από το βιβλιοπωλείο "Κοχλίας" στη Λευκωσία. Ήταν μια λιτή, σύντομη εκδήλωση, χωρίς τις υπερβολές και το βαρυφορτωμένο και πολύωρο πρόγραμμα που συχνά αναγκαζόμαστε να παρακολουθούμε σε παρόμοιες περιπτώσεις, ξεφεύγοντας από το μέτρο. Την παρακολούθησαν η σύζυγος του ποιητή κ. Έρση, τα παιδιά του και πολλοί φίλοι ακι εκτιμητές του έργου του.
"Ο αφέντης Μπατίστας και τ' άλλα" είναι μυθιστόρημα αλλά συγχρόνως και ποίηση και αυτοβιογραφία και χρονικό. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο προσωπικό, οικογενειακό παρελθόν, θυμάται τη γιαγιά και τις ιστορίες της, τους πολλαπλούς θανάτους της οικογένειας, προπάντων το θάνατο της μητέρας του που τον τραυμάτισε για πάντα, αναφέρεται σε προγόνους του που πάνε πίσω βαθιά στο χρόνο και μαζί μ΄αυτούς προβάλλει και το ιστορικό παρελθόν της Κύπρου αλλά και το θλιβερό παρόν. Εκδομένο το έργο το 1980 μοιάζει σαν να θέλει να επιβεβαιώσει τις ρίζες του συγγραφέα, να αντιπαραβάλει το χριστιανικό, πανάρχαιο στοιχείο με το μωαμεθανικό πο' ρθε πολύ αργότερα και που ξανάρθε στις μέρες μας. Θρύλοι και παραδόσεις, μύθος και ιστορία, ποίηση και πεζογραφία καθιστούν το βιβλίο ένα εξαιρετικό δείγμα της λογοτεχνίας μας.